χρεωφύλαξ

χρεωφύλαξ
χρεω-φύλαξ [pron. full] [ῠ], ᾰκος, ,
A keeper of the register of public debtors, IG12(7).3,36 (Amorgos, iv B. C., χρεωφ-), GDI3706 vi 37, vii 41 (Cos, χρεοφ-), BSA26.166 (Sparta, ii A. D., χρεοφ-), CIG3429 (Philadelphia, χρεοφ-), IG9(1).375 (Naupactus, χρεοφ-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρεωφύλαξ — ακος, ὁ, Α πρόσωπο επιφορτισμένο με τη φύλαξη τών επίσημων καταλόγων τών οφειλετών τού δημοσίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος* / χρέως + φύλαξ] …   Dictionary of Greek

  • χεωφυλάσσω — και χρεοφυλάσσω Α [χρεωφύλαξ, ακος] έχω την ευθύνη για τη φύλαξη τών επίσημων καταλόγων τών οφειλετών τού δημοσίου, είμαι χρεωφύλαξ* …   Dictionary of Greek

  • χρεωφυλακώ — και χρεοφυλακῶ, έω, Α [χρεωφύλαξ, ακος] είμαι χρεωφύλαξ* …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

  • χρεωφυλάκιον — και χρεοφυλάκιον και χρηοφυλάκιον, τὸ, Α [χρεωφύλαξ, ακος] επίσημο αρχείο φύλαξης τών καταλόγων τών οφειλετών τού δημοσίου …   Dictionary of Greek

  • χρεωφυλακία — και χρεοφυλακία, ἡ, Α [χρεωφύλαξ, ακος] το αξίωμα τού χρεωφύλακος …   Dictionary of Greek

  • χρεωφυλακικός — και χρεοφυλακικός, ή, όν, Α [χρεωφύλαξ, ακος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρεωφύλακα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”